- ελληνιστής
- οθηλ. -ίστρια ο καθηγητής της ελληνικής γλώσσας ή ο επιστήμονας που ασχολείται με την αρχαία ελληνική γλώσσα και φιλολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελληνιστής — ο (AM ἑλληνιστής) νεοελλ. επιστήμονας που ασχολείται με την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία αρχ. μσν. 1. Ιουδαίος που χρησιμοποεί την ελληνική γλώσσα 2. ειδωλολάτρης … Dictionary of Greek
Ἑλληνισταῖς — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνισταί — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνιστοῦ — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνιστήν — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνιστῶν — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόμαχος — (Carteromaco). Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου Forteguerra Ιταλών λογίων. 1. Νικόλαος (1674 – 1735). Ιεράρχης και ποιητής. Μετέφρασε σε ελεύθερους στίχους τον Τερέντιο και έγραψε τις Ποιητικές επιστολές. 2. Σκιπίων (1466 – 1515). Λόγιος… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Κρουαζέ — (Croiset). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γάλλων φιλολόγων. 1. Αλφρέ (Alfred, Παρίσι 1845 – 1923). Ελληνιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε αρχικά στην École Normale Surérieure και, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Ρόιχλιν, Ιωάννης — (Reuchlin, Πφορτσχάιμ, 1455 – Μπαντ Λίμπεντσελ 1522). Γερμανός ουμανιστής. Πολλές φορές ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου σύχναζε στο περιβάλλον του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς. Έζησε στο Λιντς και για 11 χρόνια χρημάτισε δικαστής της Σουηβικής… … Dictionary of Greek